- φθορηγενής
- φθορηγενής, ές,A breeding corruption, PMag.Par.1.2865 (fort. leg. φθορηγόνε metri gr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθορηγενής — ές, Α αυτός που προκαλεί φθορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθορά + γενής (< γένος < γίγνομαι). Ο τ. πιθ. αντί ενός τ. φθορηγόνος, για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
φθορηγενές — φθορηγενής breeding corruption masc/fem voc sg φθορηγενής breeding corruption neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek